- ζωνοειδεῖς
- ζωνοειδήςlike a beltmasc/fem acc plζωνοειδήςlike a beltmasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σλίρεν — τα, Ν γεωλ. φακοειδείς ή ζωνοειδείς μορφές με τις οποίες απαντούν ορισμένα μεταλλοφόρα κοιτάσματα, αλλ. ταινίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < γερμ. Schlieren < γερμ. διαλ. schlier με αρχική σημ. «πληγή»] … Dictionary of Greek